ακαρδία

ακαρδία
η [άκαρδος]
1. η έλλειψη καρδιάς (βλ. ακάρδιος)
2. η έλλειψη γενναιότητας, η δειλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαρδία — η (ιατρ.), έλλειψη καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκάρδια — ἀκάρδιος wanting the heart neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”