Dictionary of Greek. 2013.
ακαρδία — η (ιατρ.), έλλειψη καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκάρδια — ἀκάρδιος wanting the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)